- προφυτεύω
- ΝΜΑφυτεύω προηγουμένως, πριν από κάτι άλλοαρχ.προκατασκευάζω («δεινὰν δεινῶς προφυτεύσαντες μορφάν», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπεφυτευμέναι — προφυτεύω plant before perf part mp fem nom/voc pl προπεφυτευμένᾱͅ , προφυτεύω plant before perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπεφυτεῦσθαι — προφυτεύω plant before perf inf mp προφυτεύω plant before perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυτεύσαντες — προφυτεύω plant before aor part act masc nom/voc pl προφυτεύω plant before aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)